τηλαύγεια

τηλαύγεια
ἡ, ΜΑ, και τηλαυγία Μ [τηλαυγής]
λάμψη, ακτινοβολία που φαίνεται από μακριά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τηλαύγεια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλαυγείαις — τηλαύγεια fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλαύγειαν — τηλαύγεια fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλαυγία — ἡ, Μ βλ. τηλαύγεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”